λήσταρχος

λήσταρχος
ο, θηλ. λησταρχίνα (AM λήσταρχος, Μ θηλ. λησταρχίνα)
αρχηγός συμμορίας ληστών, αρχιληστής (α. «Εκεί δρούσε ο διαβόητος λήσταρχος Γιαγκούλας» β. «ὁ λῄσταρχος ὁ Λυσιτανός δίκαιος ἦν ἐν ταῑς διανομαῑς τῶν λαφύρων», Διόδ.)
νεοελλ.
μτφ. αισχροκερδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + -αρχος (< ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δήμ-αρχος, ίππ-αρχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λῄσταρχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήσταρχος — ο θηλ. ίνα αρχηγός συμμορίας ληστών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λῃστάρχου — λῄσταρχος masc gen sg λῃστάρχης chief of robbers masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστάρχων — λῄσταρχος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστάρχῳ — λῄσταρχος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῄσταρχοι — λῄσταρχος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῄσταρχον — λῄσταρχος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άρχος — [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως β συνθετικό σε μεγάλο σχετικά αριθμό συνθέτων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής, τα οποία αναφέρονται στην έννοια του αρχηγού πρβλ. αρχ. νεοελλ. λήσταρχος, στασίαρχος, φύλαρχος αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • αρχιληστής — ο (Α ἀρχιληστής) ο αρχηγός ληστρικής συμμορίας, ο λήσταρχος …   Dictionary of Greek

  • ληστάρχης — ληστάρχης, ὁ (ΑM) αρχιληστής, λήσταρχος, αρχηγός ληστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + αρχης (< ἄρχω), πρβλ. κλιν άρχης, νομ άρχης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”